- δακρυσμένος
- larmoyant
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
δακρυόεις — δακρυόεις, εσσα, εν (Α) 1. (για πρόσ.) γεμάτος δάκρυα, δακρυσμένος 2. (για πράγμ.) όποιος προκαλεί δάκρυα, ο αίτιος δακρύων 3. (το ουδ. ως επίρρ.) φρ. «δακρυόεν γελάσασα» αφού χαμογέλασε με δάκρυα στα μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάκρυ + όεις* (πρβλ.… … Dictionary of Greek
δακρυώνω — (Μ δακρυώνω) Ι. δακρύζω II. (μτχ. παρακμ.). δακρυωμένος, η, ον (Μ) δακρυσμένος … Dictionary of Greek
δακρύβρεκτος — και δακρύβρεχτος, η, ο 1. ο βρεγμένος με δάκρυα 2. όποιος έχει δακρυσμένα μάτια, ο δακρυσμένος 3. (ειρωνικά, για θεατρικά κ.λπ. έργα) εκείνος που προκαλεί εύκολη, ρηχή συγκίνηση στο κοινό. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάκρυ + βρέχω. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 … Dictionary of Greek
διάβροχος — η, ο (AM διάβροχος, ον) [διαβρέχω] βρεγμένος, καταμουσκεμένος αρχ. 1. δακρυσμένος 2. μεθυσμένος 3. αυτός που κατέχεται υπερβολικά από κάποιο πάθος … Dictionary of Greek
επίδακρυς — ἐπίδακρυς, υ (AM) δακρυσμένος, κλαμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δάκρυ] … Dictionary of Greek
υπόδακρυς — υ, Μ κάπως δακρυσμένος, βουρκωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + δάκρυ (πρβλ. περί δακρυς)] … Dictionary of Greek
δακρύζω — δακρύζω, δάκρυσα, δακρυσμένος βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
δακρύζω — υσα, δακρυσμένος 1. χύνω δάκρυα, κλαίω: Δακρύζω κάθε φορά που ακούω το όνομα του πεθαμένου πατέρα μου. 2. στάζω: Η βρύση μόλις και δακρύζει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)